- φυτεύω
- ΝΜΑ [φυτόν]1. τοποθετώ στη γη σπόρο ή ρίζα νεαρού φυτού προκειμένου να ριζοβολήσει και να αναπτυχθεί2. βάζω φυτά σε μια μεγάλη εδαφική έκταση (α. «φύτεψε τρία στρέμματα καπνό» β. «γῆν φυτεύειν», Πλούτ.)νεοελλ.χώνω βαθιά, μπήγω («τού φύτεψε μια σφαίρα στην καρδιά» — τόν σκότωσε)μσν.-αρχ.μτφ. (για άνδρα) γονιμοποιώ, σπέρνω (α. «φονεὺς... τοῦ φυτεύσαντος πατρός», Σοφ.β. «λέγοντι... Αἰακόν νιν... φυτεῦσαι», Ηρόδ.)αρχ.1. (συν. σχετικά με μια αρνητική κατάσταση) προξενώ, επιφέρω (α. «ὅτι τοι κακὰ πολλὰ φυτεύει», Ομ. Οδ.β. «φύτευέ οἱ θάνατον», Πίνδ.)2. προσδίδω («δαίμων φυτεύει δόξαν», Πίνδ.)3. ιδρύω, θεμελιώνω4. μτφ. εμφυτεύω («νόμος ταύτην μὴ φυτεῦσαι εἰς μηδεμίαν θηρείαν φύσιν», Πλάτ.)β) εκκλ. διεγείρω, εξάπτω («τὸ πῦρ ἐφυτεύσαντο», Καισάρ.)γ) γεννώ, δημιουργώ («ὕβρις φυτεύει τύραννον», Σοφ.)4. (το αρσ. μτχ. αορ. ως ουσ.) ὁ φυτεύσαςο πατέρας5. (το αρσ. πληθ. μτχ. αορ. ως ουσ.) οἱ φυτεύσαντεςοι γονείς.
Dictionary of Greek. 2013.